|
το эпос; ~ ηρωϊκόν — героический эпос; === αμ' έπος, άμ' έργον — [phrase]сказано - сделано[/phrase]; ως ~ ειπείν — одним словом, коротко; έπεα πτερόεντα — пустые слова, одни слова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпос? — έπος как с (ново)греческого переводится слово έπος? — эпос — μενταγιόν — κοτύλη — τετράχρονος — εμψυχωτής — καρβονικός — καπνοσύριγγα — όμοια — ανήθικος — ακροβατική — σαξονικός — μπιστεύομαι — απηδαλιούχητος — σαλπάρισμα — κονιορτοποιούμαι — καμάρι — αρτιώνω — δενδροκαλλιέργεια — νοιάζομαι — μονάφτης — φοντάν — γαργιάρης |
|||