|
η 1) капли; κατά ~ας — по капле; ~ ~ — капля за каплей; ~ες βροχής — капли дождя; 2) мн.ч. архит. гутты; === δέν έμεινε ούτε ~ — не осталось ни капли; ως (или μέχρι) τήν τελευταία ~ τού αίματός μου — до последней капли крови; καί ~ τρώει τήν πέτρα — [phrase]и капля камень долбит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капли? — σταγόνα как на (ново)греческом будет слово гутты? — σταγόνα как с (ново)греческого переводится слово σταγόνα? — капли, гутты — τράκα — φωσφορούχος — δεισιδαίμων — πρωτομάστορης — τουρτούρισμα — βρωμιάρης — αποκοσκινίδια — βράχνα — αντεπαναστατικός — αντεπεμβαίνω — τρυπανίζω — επικατάρατος — ατελέσφορος — τσιμπλιάζω — καταχαρούμενος — αγγελοθωρώ — στερεογραφόμετρο — δίτρυτος — αρτήρ — ανοσιουργός — θαλασσόδαρτος |
|||