Новогреческий словарь
αραμπαδιά
αραμπαδιά
η
воз
;
μια ~ ξύλα — воз дров
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воз
? —
αραμπαδιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
αραμπαδιά
? — воз
#
(ново)греческий словарь
—
ταμπουρώνω
—
αυτοφαγία
—
εορτάστρια
—
πάνθηρ
—
μαχητής
—
πυροβολάρχης
—
πυρηνόλαδο
—
σιάξιμο
—
ρόδα
—
μυλωνού
—
ρετσέτα
—
ιερωσύνη
—
μουσικοκριτικός
—
λιβαδήσιος
—
ζούρα
—
σκουραίνω
—
κακοβαλμένος
—
ματοκυλισμένος
—
προξενιά
—
αφυπνίζω
—
καλαθοποιός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω