|
η воз; μια ~ ξύλα — воз дров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воз? — αραμπαδιά как с (ново)греческого переводится слово αραμπαδιά? — воз — στιχηδόν — ρυμούλκα — αυτοενέργεια — Κοκκινοσκουφίτσα — εντολοδόχος — νηνίδα — ταλαντεύω — χονδρογενής — πετρίτης — ομοιοπολικός — μουλτεζίμης — λησμονώ — ισοβιότητα — έδεσμα — αχυρώνας — ημίταγμα — υπόχυμα — καταγέλαστος — δράσσω — πλήθιος — μαμωνάς |
|||