|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στεντορείως? — — εθνικοσοσιαλιστικός — παστρικοχέρης — εκτρίβω — ασπροντυμένος — ηλιοχρύσωμα — αγγαρεία — κώνωψ — αγάζωτος — αντιπαραθέτω — ουρηθρίτιδα — ενεδρευτικός — μνησίκακος — λειχηνικός — ανιμαλισμός — συγκέντρωση — υπερασπίστρια — ηώλιθος — ψυχροθεραπεία — κατάθεση — ειδικά — κολώνια |
|||