|
(αόρ. επέπασα) посыпать, присыпать; ~ άλας — посыпать солью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посыпать? — επιπάσσω как на (ново)греческом будет слово присыпать? — επιπάσσω как с (ново)греческого переводится слово επιπάσσω? — посыпать, присыпать — μετζήτι — χορογραφικός — κλώθω — προγενέστερος — πισθάγκωνα — κοοδουνίζω — μικρόκοκκος — εξαγώγιμος — τυροπιτάδικο — εξπρεσσιονισμός — μητροπολιτικός — οδοντόφωνο — ίανθος — εισήνεγκον — ασημοζώναρο — υπέρπλουτος — αποβροχάρης — σηροτροφικός — τεφροδόχος — αυτοακρωτηριάζομαι — εφάμιλλος |
|||