|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αραχνοϋφαίνω? — — λαοσύναξη — εναντίωμα — σκευοφύλακας — εντολή — διαθερμασία — φθειροκτόνος — λευκασμένος — χημισμός — πνεύμα — εξωστήρ — ρίψις — δουλοπαροικία — αφρόγαλο — γλόμπος — τειχοδομία — δίεδρος — υπερτροφία — επιμαρτυρία — υποβορειοανατολικός — πλωρίζω — καλοδούλευτος |
|||