Новогреческий словарь
μέλλων
μέλλων
(-οντος) 1.
будущий
;
εν τώ ~οντι χρόνω — в будущем времени
;
2. (о) грам.
будущее время
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
будущий
? —
μέλλων
как на
(ново)греческом
будет слово
будущее время
? —
μέλλων
как с
(ново)греческого
переводится слово
μέλλων
? — будущий, будущее время
#
(ново)греческий словарь
—
λάσσο
—
κορνέττα
—
κίνημα
—
αποστολικός
—
φθοροποιός
—
υαλοτεχνία
—
φυσιοδιφικός
—
μεσομακροπρόθεσμος
—
εθνολάτρης
—
συγχρονιστικός
—
παλαιικός
—
γηρατείον
—
ανάπιωμα
—
εξόμφαλος
—
μαυραγορήτισσα
—
πυροβολοστάσιον
—
χαρτοβιομήχανος
—
γωβιός
—
στρατοπεδάρχης
—
απόγυρος
—
σημαντήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве