|
το женская половина (в церкви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женская половина? — γυναιτίκι как с (ново)греческого переводится слово γυναιτίκι? — женская половина — ξεκινητής — καλονυχτώνει — αμπελοχώραφα — ανασωσμός — μεταβλητή — διηπειρωτικός — εξυπνάδα — σύμπτωμα — χορτολόγος — γυριστής — ωρολόγι — αποστέλνω — ατράχτι — ενημερώνω — φωτοθεραπεία — μοναστής — μάδημα — αργολικός — ομόγνωμος — Κεραμείς — αχελώνα |
|||