|
η 1) гениальность; 2) гений #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гениальность? — μεγαλοφυία как на (ново)греческом будет слово гений? — μεγαλοφυία как с (ново)греческого переводится слово μεγαλοφυία? — гениальность, гений — διαμόρφωση — πολλαπλός — βρώμικος — τοκογλυφώ — κινησιολογία — χοντροπόδαρος — σοφιστικέ — πλαστιλίνη — άφτω — ωτοδυνία — νοικάτορας — άρση — κακοθυμία — βαθυσκάφος — συγκοινωνιολογια — φαιδρός — επτάωρος — λουλουδώ — μυδοκαλλιέργεια — γαριερός — ξεγδαρμένος |
|||