|
1) отборный; 2) избранный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отборный? — διαλεκτός как на (ново)греческом будет слово избранный? — διαλεκτός как с (ново)греческого переводится слово διαλεκτός? — отборный, избранный — ανασηκώνω — οπλασκία — κάτι — εκκαθαρίζω — χαρτζιλικώνω — συρμακέζης — παλαίστρια — ευθυντήρ — αποφαίνομαι — εισκομιδή — στρατοκρατούμαι — φορμαρισμένος — ανακρίνομαι — ραντισμός — ηλιόχαρος — γενναιόδωρος — αποτελεσματικός — κοάζω — επιτροχάδην — φρένο — ομοίωμα |
|||