|
ο кавалер; партнёр (в танцах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кавалер? — καβαλιέρος как на (ново)греческом будет слово партнёр? — καβαλιέρος как с (ново)греческого переводится слово καβαλιέρος? — кавалер, партнёр — πνευματιστικός — δεκάτευμα — έρευξη — μάντιλο — δρεπάνισμα — σκιρρωνοζέφυρος — δημοτικιστής — απετονιά — αναχρονιστικός — κούνια — επιστήμονας — ψηφώ — πειθαναγκάζω — προϋπηρεσία — συμπαθής — θεοσκότεινος — τεχνουργώ — ρεφραίν — σάλι — αντιπροβάλλω — ετοιμοθάνατος |
|||