|
пастеризовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастеризовать? — παστερίζω как с (ново)греческого переводится слово παστερίζω? — пастеризовать — σελλοποιείον — ναρκωτής — μεταξοβιομηχανία — δίπηχος — χρηματολογία — ξαπλώνω — αγγελιοδοσία — ψαλίδα — οιστρήλατος — μπελαλής — παιδαγωγώ — δεύτεροπρόσωπος — μεγαλεπήβολα — γαλουχία — σιωπή — αραδιαστά — πανοραμικός — φιλοτεχνία — δυσεξιχνίαστος — παιάν — ξεπερασμένος |
|||