|
мед. делать прокол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать прокол? — παρακεντώ как с (ново)греческого переводится слово παρακεντώ? — делать прокол — αναξηραίνω — ξεκουβάριασμα — άφτιαχτος — μαυροπράσινος — τρυγώ — ενανθράκωση — διάλευκος — εκχύμωση — αγορασμένος — νησί — χαμοπέρδικα — συγκληρονομία — αβούτηκτος — λαρυγγίζω — γκαϊδίζω — χρεώστης — ψωροπερηφάνια — τακουνάς — αποκομίζω — λούω — ξύπνημα |
|||