Новогреческий словарь
περίγελως
περίγελως
(-ωτος) ο
посмешище
;
έγινε ο ~ τού κόσμου — [phrase]он стал всеобщим посмешищем[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
посмешище
? —
περίγελως
как с
(ново)греческого
переводится слово
περίγελως
? — посмешище
#
(ново)греческий словарь
—
θράσος
—
φαγούρα
—
μεταγωγικός
—
σημαδούρα
—
λιοστρόφι
—
μυασθένεια
—
ψεύταρος
—
σκιρώ
—
τρίκρανο
—
πιθηκόμορφος
—
παρασόκακο
—
σπερματοδότης
—
λιγόπιστος
—
αθλιότοπος
—
αποστασία
—
ζαχαροκάμωτος
—
ηλοπάτημα
—
σούτ
—
άμβλωση
—
βεβαιωτικός
—
μετατοπισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве