|
еловый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово еловый? — ελατένιος как с (ново)греческого переводится слово ελατένιος? — еловый — ηγγυημένος — αδαμαντένιος — αφωνία — σμολτώνω — καπιταλιστής — λαθροϋλοτόμος — εξηγητής — διώκομαι — οστό — στοίβασμα — ανασταλτός — εκδούλευση — νεοθωμισμός — ξεραίνομαι — φτιάξιμο — μένω — μπουφετζής — βρωμόκαιρος — οχεύς — ημίλιτρον — αργότερο |
|||