|
η слабый звук; δέν βγάζω (ούτε) ~ — не проронить ни слова, ни звука #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слабый звук? — αχνιά как с (ново)греческого переводится слово αχνιά? — слабый звук — ομαλότητα — αζάς — ακουβέντιαστος — νυκτόβιος — ταλαντωτής — μπατανόβουρτσα — εντροπία — ψιλοκαμωμένος — ιέρεια — στανιό — πιτσιλάδα — δέηση — τυπογραφικός — υποχώρηση — εκτόνωση — γνωμολογικός — συμμετρικότητα — πόμολο — έχθιστος — καλολογία — διές |
|||