|
ο лит. анапест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анапест? — ανάπαιστος как с (ново)греческого переводится слово ανάπαιστος? — анапест — επιπλαρισμένος — κρύσταλλος — φρεσκοπλυμένος — ξεπόρτισμα — ξέμετρο — βρωμόλογος — γλυκαντζούρα — επεισοδιακός — βουρλιά — γευματίζω — υπόμνηση — επιχώνομαι — αντιστοίχως — αξιοκατάκριτος — τουρκολόι — ανελεύθερος — πρωτεξαδέρφη — σπάρτο — επαγωγέας — άφωνος — |
|||