|
(-ϊνος) ο дельфин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дельфин? — δελφίν как с (ново)греческого переводится слово δελφίν? — дельфин — πυγαίος — δεκάχρονα — κρουσίφλογος — βολίδα — καχεκτικός — χαράζω — άτυχος — κακότροπος — θράκια — ταμπουρώνομαι — πένομαι — εκσπερματώ — φαρφαράς — φροκάλι — χρύσωση — κρεοφαγία — πλευροκοπικός — λιγνιτωρυχείο — ευαισθητοποιώ — αργαλειός — ηχοβόλιση |
|||