|
το овечья шерсть, руно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овечья шерсть? — αρνόμαλλο как на (ново)греческом будет слово руно? — αρνόμαλλο как с (ново)греческого переводится слово αρνόμαλλο? — овечья шерсть, руно — μαζικός — φασιστάκι — πέρκνα — καπνίσματα — ακτινογραφία — αυτενεργός — Κορεάτισσα — εξαγορευτής — στριγκλιά — καλογερίστικος — ακαμάκιωτος — ένδεκα — δύσμοιρος — διαβεβαιώ — παδελομούρης — αλάνθαστο — πλατύνω — ποικιλομορφία — σκατολαγνεία — διύγρανσίς — αναρρωτικός |
|||