|
остроумный; острый на язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остроумный? — πνευματώδης как на (ново)греческом будет слово острый на язык? — πνευματώδης как с (ново)греческого переводится слово πνευματώδης? — остроумный, острый на язык — συρισμός — φιαλοθέτης — μήγαρ — αλατόμετρο — πρωτοφτάνω — ψυχεδελισμός — στουπιάζω — ανάχλι — κυτταρολογικός — συγκεκριμένος — υπόδειγμα — κακοπαίρνω — τουναντίον — υπεραίρομαι — μπάτσος — προτιμητέος — γολέτα — ενδεικτικό — παγγερμανισμός — διέκθλιψις — ταριχευτικός |
|||