|
легко парализованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко парализованный? — ελαφροπαρμένος как с (ново)греческого переводится слово ελαφροπαρμένος? — легко парализованный — μελανίας — σβηστός — ανυποταξία — σίτεμα — αμβονας — παράδεισος — αποθέσιμος — χοροστάσι — χαλκώδες — δράμα — ευτού — αποζητάω — ζωογόνηση — χαρτομανής — βίαια — υποτασικός — εγκεντρίζω — μπουλαμάς — αφάνταστος — ακριδόπληκτος — συγκυριακός |
|||