|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναμφίβολος? — — τεντοποιία — νοικιάζω — διακονεύω — φυγή — αντιμισθία — καταδρομέας — ανεπεξέργαστος — επιδέω — αμάθευτος — σεληνοτοπογραφικός — εφημεριδογραφία — αναζωογονητικός — τριγυρισμένος — πυρομετρικός — μπουρού — συνεκδοχικός — εκκαθαρίζω — ξανοίγομαι — ακορόϊδευτος — αναδεύομαι — χαρτοσήμανση |
|||