|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λουόμενος? — — ήχθην — ξεψυχισμένα — γλειφτοπινάκας — φωτοτυπία — επάχθεια — μπατικός — ασβέστωμα — αλατοδοχείον — περικόπτω — εμβληματικός — ψαρολογώ — καπνεργάτισσα — κατάμονος — βλεφαρόσπασμος — μπούκωμα — παρωνύμιον — διαμέτρημα — παθητικό — εσώβρακο — μύρτο — κυβερνησιμότητα |
|||