|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρευστοποιούμαι? — — νεκροσκοπία — σύμπραξη — ανιδρύω — καταδιώξιμος — αποφόρτισμός — απαρεμφατικός — αυτοπρόσωπος — αρδεύσιμος — τοιχοδομή — προπαιδεύω — τρυπητός — αμπελοκλάδι — απομυξίζομαι — περιούσιος — ολισθαίνω — ανακυλίω — καίγω — φύτρωμα — εναντιότητα — ασύλληπτος — σταματώ |
|||