ρευστοποιούμαι

формы словаβ
ρευστοποιούμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ρευστοποιούμαι? —


νεκροσκοπίασύμπραξηανιδρύωκαταδιώξιμοςαποφόρτισμόςαπαρεμφατικόςαυτοπρόσωποςαρδεύσιμοςτοιχοδομήπροπαιδεύωτρυπητόςαμπελοκλάδιαπομυξίζομαιπεριούσιοςολισθαίνωανακυλίωκαίγωφύτρωμαεναντιότηταασύλληπτοςσταματώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit