|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κτητορικός? — — περιτριγυρίζω — μηλόταρτα — κροσσός — πέτσωμα — πλουσιοκόριτσο — χάνης — αμετροβαθής — πρωτοβάθμιος — φρικώδης — δημοκρατικός — υπερθεματιστής — λιθοσφαιρικός — πράος — ασχημοσύνη — ανευχαριστησία — διουρητικός — πασσαλάκι — σπονδυλοαρθρίτιδα — άλκαλι — ομογένεια — απόπασχα |
|||