φυλακίζομαι

формы словаβ
φυλακίζομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово φυλακίζομαι? —


γουφάριταπείνωμαμερικόςπρογυμνάστριαμεσομακροπρόθεσμοςαμαξοσπάστηςδικαιοφροσόνηφεγγοβόλημαδαρμόςχιλιοστόςτελεσιδικώάπατοςαποδυναμωτικάερημόνησοακανθοβόλοςψουνιστόςκεντάωσοβαρεύομαιβολίδαεληάκινησιογραφία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit