|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φυλακίζομαι? — — γουφάρι — ταπείνωμα — μερικός — προγυμνάστρια — μεσομακροπρόθεσμος — αμαξοσπάστης — δικαιοφροσόνη — φεγγοβόλημα — δαρμός — χιλιοστός — τελεσιδικώ — άπατος — αποδυναμωτικά — ερημόνησο — ακανθοβόλος — ψουνιστός — κεντάω — σοβαρεύομαι — βολίδα — εληά — κινησιογραφία |
|||