|
(-εως) η смешивание, перемешивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешивание? — σύμφυρση как на (ново)греческом будет слово перемешивание? — σύμφυρση как с (ново)греческого переводится слово σύμφυρση? — смешивание, перемешивание — λαμπόγυαλο — αεροσκάφος — φανανάπτης — εξηγημένος — κουνω — υποτυπώδης — στόμφος — καμώματα — εδελβάϊς — ανωρίμαστος — μνημόσυνο — δρόλαπας — δηκτικά — στηλίτευση — Κυπρία — ηλεκτροτεχνία — γίνομαι — λουκουμάς — ξεγλιστρώ — απαλάμη — σουσαμάτο |
|||