|
меняльный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меняльный? — σαράφικος как с (ново)греческого переводится слово σαράφικος? — меняльный — αναδιορίζω — πολυχρόνιση — βροντοχτυπάω — αγαπός — εμπέδωση — μαστιγώνω — μισοαδειάζω — απόστροφος — αμμάστος — ξέμακρα — φουκαριάρικος — σπορευτός — φαντασίωση — χιμπαντζής — απλούτιστος — γκανίζω — μακαρονοποιία — κούρσον — μηρυκάζω — καταχράστρια — λήθαργος |
|||