|
το мед. слабительное #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слабительное? — καθάρσιο как с (ново)греческого переводится слово καθάρσιο? — слабительное — φτισικός — απρόσβατος — οργώνω — φλέτουρας — τσουκαλάδικο — δικαιοδόχος — κατιόν — σορόπιασμα — κατρακύλα — στομαχιάζομαι — τορβάς — αμιγώς — βιοηλεκτρισμός — ξυπνητός — σπληνεκτομή — αναχόρταγος — ξεπουπούλιασμα — σταχτύς — κλασσικότητα — ασπρόρρουχο — εξουσία |
|||