|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δουλοκτητικός? — — επιτυγχάνω — αποσβήνω — πολυτεχνίτης — μολοσσός — ράθυμα — αγούρμαστος — σουβάντισμα — συνάχωμα — λίβας — άταφος — μακρολογία — ανέκρωτος — τρίφυλλος — βυρσοδεψώ — έγχυση — ανακύλισμα — μεταπλαστός — γαιανθρακοφορτίον — υδροσκοπικός — αξιοθρήνητος — μαιευτικός |
|||