Новогреческий словарь
δουλοκτητικός
δουλοκτητικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δουλοκτητικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψηλαφώ
—
ασβέστωμα
—
παιχνιδιάρα
—
εσοδεύω
—
οκτακισχίλιοι
—
γλωσσού
—
βιολοντσελλιστής
—
επιβραχόνω
—
νάφθη
—
αναπτυχή
—
ίσχνανση
—
χαμόμηλο
—
αχρωματοψία
—
λιθαράκι
—
ξεδίνω
—
αλλότυπος
—
παρανάλωμα
—
αγγελικός
—
γύψ
—
πενταετηρίδα
—
αγκλούτσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве