|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σερνικοβότανο? — — μακάβριος — νότα — ντουφεκίδι — αποθήκευση — αντιδικία — λιγνεύω — αμετάστροφος — μεσοβορρας — τεκμηριωμένα — ξεπαπουτσώνω — φούντος — εργατιά — καρδιομεγαλία — άντωση — μεταρρυθμιστικά — συνεπήχθην — υδατοσφαιριστής — διαβασμένος — σωματομετρία — ταχταρίζω — αφηγούμαι |
|||