|
το мышонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мышонок? — ποντικάκι как с (ново)греческого переводится слово ποντικάκι? — мышонок — εκτιναγμός — υπερθεμάτιση — απρόφταστος — ξαφνιάζομαι — πεντάπραχτος — μεταγωγικός — παλικαριά — κράνι — γαλαροκούδουνο — φυσικοθεραπευτικός — λύομαι — γηράσκω — ιεροσύλημα — βλεννικός — γκούσα — ρήτρα — ανατρέχω — κρομμυδόφλουδα — εξωδίκως — γλυκομεσήμερο — πελεκισμός |
|||