|
η предательство (чего-л.); ~ τών εθνικών δικαίων — предательство национальных интересов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предательство? — απεμπολήση как с (ново)греческого переводится слово απεμπολήση? — предательство — γελοιοποιώ — διιστάμενος — ιωνικός — σφαδάζω — πετάλωμα — γλωσσοβόλημα — ανώδυνος — ασύλλεχτος — αμάρευμα — φέρελπις — εσχαρέας — οδοιπορία — ακλόνητος — δουλεύω — χνουδίζω — ανδρικός — άκοιρος — ιγνύα — μπογάζι — τσουβαλάκι — ευτροφικός |
|||