Новогреческий словарь
απεμπολήση
απεμπολήση
η
предательство
(чего-л.);
~ τών εθνικών δικαίων — предательство национальных интересов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
предательство
? —
απεμπολήση
как с
(ново)греческого
переводится слово
απεμπολήση
? — предательство
#
(ново)греческий словарь
—
φορτοεκφορτωτής
—
τερεβινθέλαιο
—
λιγοέξοδος
—
μικρομετρικός
—
χαριστικός
—
επέρσι
—
έρευξη
—
ανάπτυγμα
—
αναβλητέος
—
πιστάγκωνα
—
λογιστής
—
ζαλιγγώνομαι
—
καταπίπτω
—
πρωτοβάζω
—
εφορειακός
—
πολυλαλιά
—
ανθρακιά
—
παραθετικά
—
ανόρθωση
—
καφεδάκι
—
Σύρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω