|
ο мешалка; ~ σκυροδέματος — бетономешалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мешалка? — μαλακτήρας как с (ново)греческого переводится слово μαλακτήρας? — мешалка — ναυμάχος — φαναρτζής — γυψέλι — μαϊμούδισμα — μονοθέσιος — κούκος — σερέτης — αεροδιάδρομος — πολύτομος — λιθοκόπος — ζαχαρόπηκτο — λιγερός — ψήνομαι — συνεργασία — εύπλαστος — ταράττω — βαφτίζω — κατανάλωση — αγριοστάφυλο — χωριατοπούλα — χρυσοχοΐα |
|||