|
родивший третий раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родивший третий раз? — τριτοτόκος как с (ново)греческого переводится слово τριτοτόκος? — родивший третий раз — αγόρι — γήλοφος — σκεπτικότης — προνοιακός — αυτοκινητισμός — πολιτικομανία — επιδερμοφοτία — μανδάτωρ — διαβολόπαιδο — παλιρροιογράφος — αγαθός — θόριο — ακάματος — διατράνωση — γαϊδουρόψαρο — μπατάρισμα — φτωχός — μπαλτατζής — προεισαγωγή — κοσμέω-κοσμώ — ματζιόρε |
|||