|
αόρ. от εξερεύγομαν #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξήρυγον? — — επινικέλωση — αρτιμέλεια — εξηγηματικός — σφυρηλατήσιμος — πελνδνότης — ψηφοδόχος — ελεήμονας — πυροβολοστάσιον — αναρμοδιότητα — ελαφρόπαρτος — βλαστήμια — ταλκ — βάλλω — υποπόδιον — χαλκάς — απονομή — τριτοετής — περιφρονητός — ρεγκλάν — ελασματουργείον — προαναγγέλλω |
|||