εξήρυγον

формы словаβ
εξήρυγον
αόρ. от εξερεύγομαν



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξήρυγον? —


επινικέλωσηαρτιμέλειαεξηγηματικόςσφυρηλατήσιμοςπελνδνότηςψηφοδόχοςελεήμοναςπυροβολοστάσιοναναρμοδιότηταελαφρόπαρτοςβλαστήμιαταλκβάλλωυποπόδιονχαλκάςαπονομήτριτοετήςπεριφρονητόςρεγκλάνελασματουργείονπροαναγγέλλω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit