|
свидетельствовать, подтверждать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свидетельствовать? — επιμαρτυρώ как на (ново)греческом будет слово подтверждать? — επιμαρτυρώ как с (ново)греческого переводится слово επιμαρτυρώ? — свидетельствовать, подтверждать — λασπότοπος — πηλοβατώ — παιδομορφισμός — ανοηταίνω — ριζοσπαστικότητα — κλάδεμα — βαφτιστίκια — μπακάλισσα — αμνημοσύνη — άπαστρος — διαμαχόμενοι — κλήτευση — τοιχοδόμος — μανάλι — μακρόκοσμος — γλισχρεύομαι — πήττα — μισοανοιγμένος — λαοκρισία — βάλσιμο — συμπαθητικός |
|||