|
густой (о жидкости) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово густой? — πυκνόρρευστος как с (ново)греческого переводится слово πυκνόρρευστος? — густой — αναμφισβήτητος — τσώφλι — πεντανόστιμος — φταίξιμο — πλήμμυρα — ακορντεονίστας — ορνιθοτροφείο — πρωτοβάζω — κομουνιστικός — συμμετοχικός — ελαιογραφικός — αβούλητος — Κοινωνία — μεσόστρατο — φωτομετρία — φλογότρεμος — θησαυρισμός — σκαριφίζω — ευχέτης — εκπέταση — υδατογράφημα |
|||