Новогреческий словарь
πυκνόρρευστος
πυκνόρρευστ|ος
густой
(о жидкости)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
густой
? —
πυκνόρρευστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυκνόρρευστος
? — густой
#
(ново)греческий словарь
—
προπαγανδίστρια
—
τσιφλικούχος
—
γνάθος
—
αμάχη
—
πιλοποιία
—
ηθητήρ
—
πυροστάτης
—
φάντες
—
εκφωνητής
—
ψήν
—
σφαλνάω
—
ορθοπεδική
—
εξαρχος
—
επίσης
—
αιδοιολειχία
—
ξεροκοκκίνισμα
—
ξοδιάζο
—
οκτάστιχο
—
πεντατομικός
—
κοσμιότης
—
ποντικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве