Новогреческий словарь
τελεσφορώ
τελεσφορώ
достигать цели; удачно заканчиваться
(о каком-л. деле)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
достигать цели
? —
τελεσφορώ
как на
(ново)греческом
будет слово
удачно заканчиваться
? —
τελεσφορώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
τελεσφορώ
? — достигать цели, удачно заканчиваться
#
(ново)греческий словарь
—
κλούβιασμα
—
ατμοσειρήνα
—
καλεντάρι
—
αεριοφωτισμός
—
τοξοειδής
—
μεταξοΰφαντος
—
αποικοδόμηση
—
ερπετό
—
υποσημαίνω
—
ευθυμολόγημα
—
δόλος
—
κομψοτέχνημα
—
διαλογιστικότητα
—
αργυροστόλιστος
—
διαδρομώ
—
κηρόπανο
—
ιταμότητα
—
περδικόπουλο
—
αποδίνω
—
ανεμόδρομος
—
προτεσταντικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве