αφορισμένος

формы словаβ
αφορισμένος
-η, -ο
отлучённый (от церкви)


#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово отлучённый? — αφορισμένος
как с (ново)греческого переводится слово αφορισμένος? — отлучённый


ηγουμενικόςβουτηχτόςρεμέντζοανασκελώνομαιεκκαθάρισημπεκρολόγημαμητροκτησίαζωγρώεκατοστόλιτρομηναίοκολλυβογράμματαγλυκόπικροςαποπαγώνωοινοποίησιςσυντέλεσηπολυκατοικίαάκαριπεινασμένοςσυνταύτισησχιστώδηςγοργύρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit