|
-η, -ο отлучённый (от церкви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отлучённый? — αφορισμένος как с (ново)греческого переводится слово αφορισμένος? — отлучённый — ηγουμενικός — βουτηχτός — ρεμέντζο — ανασκελώνομαι — εκκαθάριση — μπεκρολόγημα — μητροκτησία — ζωγρώ — εκατοστόλιτρο — μηναίο — κολλυβογράμματα — γλυκόπικρος — αποπαγώνω — οινοποίησις — συντέλεση — πολυκατοικία — άκαρι — πεινασμένος — συνταύτιση — σχιστώδης — γοργύρα |
|||