Новогреческий словарь
αφορισμένος
αφορισμένος
-η, -ο
отлучённый
(от церкви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отлучённый
? —
αφορισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφορισμένος
? — отлучённый
#
(ново)греческий словарь
—
χρονολογούμαι
—
κατάρτισμός
—
αστιγμία
—
διποδισμός
—
πυρηνέλαιο
—
επηνέχθην
—
πιθηκόμορφος
—
σιγοντάρω
—
ευγνωμονώ
—
ασημόνερο
—
συγκόπτω
—
συγχρονοσκόπιον
—
στάθμηση
—
μπολσεβίκος
—
μικροβένθος
—
βραχνιάζω
—
ένστικτος
—
περίφροντις
—
ξυλένιος
—
ανέρχομαι
—
τερατολόγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω