Новогреческий словарь
αφορισμένος
αφορισμένος
-η, -ο
отлучённый
(от церкви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отлучённый
? —
αφορισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφορισμένος
? — отлучённый
#
(ново)греческий словарь
—
αβερταρία
—
σχεδιοποιημένος
—
μετανάστευση
—
ενταλματήριον
—
κατούρημα
—
θηλύκι
—
παπαγαλία
—
μινουέττο
—
επτάκις
—
δροσερός
—
μελιτώδης
—
τουρκοκρατία
—
κατακρεούργηση
—
αρχιτεκτονία
—
θερμαίνομαι
—
αναγερτός
—
Βετελγόζης
—
φρού-φρού
—
ζουρνάς
—
επώαση
—
ανακάμπτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве