|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οφθαλμοπορνεία? — — ιδιοσυστασία — αναστατώνομαι — σαλιάρης — σόλφεζ — βαθουλωμένος — βωλοκόπημα — παρείσαχτος — δροσίζω — αντίδικος — αργότερο — διαλαλήτρια — αγαλματοποιητική — ανεμοδείκτης — βαλανιδιά — μεροκάματο — κατάνυξη — κολλήγας — βογγηχτό — δρομοκόπος — σωπαίνω — δικαιωματικός |
|||