|
το вагон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вагон? — βαγόνι как с (ново)греческого переводится слово βαγόνι? — вагон — παραφθαρμένος — ώριος — αλληλοδιάδοχος — μπελλαντόνα — συγκυριακός — παραδειγματικώς — ποταμόχωστος — ντροπή — γεροπαραλυμένος — άχνη — αρχαιρεσίες — παντοιοτρόπως — νοικοκυρά — ουσιαστικοποιημένος — αγρότισσα — ψάρ — πιθανότητα — στυλιστικός — πτωχοπροδρομικός — υπερίδρωσις — υπνοπάθεια |
|||