αλληλοβοήθεια

формы словаβ
αλληλοβοήθεια
η взаимопомощь;
          ταμείο ~ς — касса взаимопомощи



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово взаимопомощь? — αλληλοβοήθεια
как с (ново)греческого переводится слово αλληλοβοήθεια? — взаимопомощь


παρακούωγκιαούρελικηδόνγιουβετσάδασιταρήθραματόπονοςαγνόςνευρείλημαεμβολίζωαξομολόγητοςκρητιδικόςεκταμαοξυθειούχοςταχυκίνητοςψηλάφησηελεημοσύνηενδεδειγμένοςσπασμωδικότηταεμμέτρωψεμψυχωτικάδυσαπάτητος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit