|
η взаимопомощь; ταμείο ~ς — касса взаимопомощи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взаимопомощь? — αλληλοβοήθεια как с (ново)греческого переводится слово αλληλοβοήθεια? — взаимопомощь — παρακούω — γκιαούρ — ελικηδόν — γιουβετσάδα — σιταρήθρα — ματόπονος — αγνός — νευρείλημα — εμβολίζω — αξομολόγητος — κρητιδικός — εκταμα — οξυθειούχος — ταχυκίνητος — ψηλάφηση — ελεημοσύνη — ενδεδειγμένος — σπασμωδικότητα — εμμέτρωψ — εμψυχωτικά — δυσαπάτητος |
|||