|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεσσαλικά? — — αυτοδοκιμασία — ψυχοπομπός — πόνος — άρρηκτος — νεότερα — κολάϊ — γλυκογυρίζω — Καλαμάτα — πένθιμος — εμβάς — γαυριάζω — αποπέμπω — προδικασία — ανερώτηγα — βουτυράπιδο — ωκεανογραφικός — ανάπαλση — ζώ — αντίσωμα — γάβαλλο — ζεμπίλι |
|||