|
хим. масляный; ~όν οξύ — масляная кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово масляный? — βουτυρικός как с (ново)греческого переводится слово βουτυρικός? — масляный — φιλοκαλώ — μωρολογάω — αγρομίσθωση — πολικλινική — αντιπατριωτικός — βρακοζώνα — ηλιομετρία — σοκακόπαιδο — Αιθίοψ — όλο — παραπίπτω — μασκαρεύομαι — κάπρος — σερενάδα — ανάβραση — πιτυργιάζω — ένατος — αντιπάθεια — ενσπόνδυλος — ατζαμωσύνη — λεμφαδήν |
|||