|
ο наказание (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наказание? — κολασμός как с (ново)греческого переводится слово κολασμός? — наказание — υπερνίκηση — αλληλοδράνεια — σεκοντάρισμα — ψυχωσικός — αργατολογώ — αντίμεμα — μετάπλασμα — κιθαρίστας — ρυπαντικά — παραμακραίνω — ημιάνεργος — καθιστικός — αφουγκραστής — καταλήγω — ευφημιστικά — βαναυσουργός — υποζύγιος — ρητόν — αναιτιολόγητος — ελληνόπουλο — οροσειρά |
|||