|
одурманивающий, усыпляющий; усыпительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одурманивающий? — αποναρκωτικός как на (ново)греческом будет слово усыпляющий? — αποναρκωτικός как на (ново)греческом будет слово усыпительный? — αποναρκωτικός как с (ново)греческого переводится слово αποναρκωτικός? — одурманивающий, усыпляющий, усыпительный — έρεισμα — λιθοδόμημα — τετάρτη — βελοθυρίς — μπαγαπόντισσα — βρογχιακός — ανείπωτος — γκαμπαρντίνα — κριθαράκι — φωτοχρωμοτυπογραφία — περιδέραιο — λησταποδοχή — αριωσύνη — αρμολόγος — μαρκήσιος — μαχαιροποιός — απλουτος — αντίσταση — λαιμοδέτης — αγγάστρωτη — ναυλωτικό |
|||