|
акклиматизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово акклиматизировать? — εγκλιματίζω как с (ново)греческого переводится слово εγκλιματίζω? — акклиматизировать — τένων — ζάλισμα — λαξεύομαι — ενενηκοντούτης — επιστάτισσα — αγρυπνία — επίρριψη — πλανητάριο — καταχαλνώ — εφημεριδογραφία — τραχεισκός — παραχαϊδεμένος — αντεθνικός — μαλλωτός — αυτεπιστασία — έγχριση — ειπείν — καρρέ — διφορούμαι — προσαρμοστικός — φαιο- |
|||