|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οπωροκηπευτικά? — — αεροβόλισις — λούνομαι — κυριαρχημένος — εφύγρανσις — εντομοβριθής — οπισθοφύλακας — ζουγκρανίζω — ιερόδουλη — ετερότης — ετυμολογώ — λιγύφθογγος — κακοπαθιασμένος — ώση — χελωνοκαύκαλο — λαήνα — μεσόγεια — όξος — αδειπνος — ολοκαύτωμα — αντιθετικός — υποθηκεύσιμος |
|||