|
муз. унисон; τού ψάλλω ~ — петь в унисон с кем-л. (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унисон? — συνωδία как с (ново)греческого переводится слово συνωδία? — унисон — αναδίπλωση — προσόμμοιση — λύχνος — ρικνός — κανονιστικά — ενόργανος — ζυγοδέτης — ακυρολογώ — κρυψώνας — επέκεινα — ανταγιάντιστος — ωχρός — σύνδρομο — δημαρχείο — αλήτης — συρματοποιώ — μαθαίνω — απροσδόκητος — μόρτικος — αξάδερφος — πλουσιόδωρος |
|||